αποθετικός

αποθετικός
-ή, -ό
αυτός που αφήνει κάτι κατά μέρος· (γραμμ.), «αποθετικά ρήματα» λέγονται αυτά που δεν έχουν τύπους της ενεργητικής φωνής, αλλά μόνο της παθητικής: αισθάνομαι, εργάζομαι, σκέφτομαι κτλ.· τα ονόμασαν έτσι από παλιά, γιατί νόμιζαν πως αυτά είχαν αποθέσει (χάσει) τους τύπους της ενεργητικής φωνής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αποθετικός — ή, ό (Α ἀποθετικός, ή, όν) [αποτίθημι] 1. ο σχετικός με την απόθεση 2. «αποθετικό(ν) ρήμα» ρήμα που έχει ενεργητική διάθεση, παρά το γεγονός ότι μορφολογικά ανήκει στη μεσοπαθητική φωνή …   Dictionary of Greek

  • ἀποθετικόν — ἀποθετικός completing masc acc sg ἀποθετικός completing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποθετική — ἀποθετικός completing fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”